Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αασμός — ἀασμός, ο (Α) [ἀάζω] εκπνοή … Dictionary of Greek
ἀασμός — breathing out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)